τιμωρητικα

τιμωρητικα
    τιμωρητικά
    τῑμωρητικά
    τά акты мести Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τιμωρητικα" в других словарях:

  • τιμωρητικά — τῑμωρητικά , τιμωρητικός revengeful neut nom/voc/acc pl τῑμωρητικά̱ , τιμωρητικός revengeful fem nom/voc/acc dual τῑμωρητικά̱ , τιμωρητικός revengeful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρητικός — ή, όν, Α [τιμωρητής] 1. αυτός που έχει την τάση να εκδικείται 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τιμωρητικά πράξεις τιμωρίας εκδίκησης («διὰ θυμὸν δὲ καὶ ὀργὴν τὰ τιμωρητικά», Αριστοτ.). επίρρ... τιμωρητικῶς Α με τάση για τιμωρία, για εκδίκηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»